- ἕψῃς
- ἕψωAcut. (Sp.)pres subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑψῇς — ἕψω Acut. (Sp.) pres subj act 2nd sg ἑψάω pres subj act 2nd sg (doric) ἑψάω pres ind act 2nd sg (doric) ἑψάω pres subj act 2nd sg (epic ionic) ἑψέω pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υαλέψης — και ὑελέψης, ὁ Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που παρασκευάζει την ύαλο, υαλοτέχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + έψης (< ἕψω «βράζω, ψήνω»), πρβλ. πανθ έψης] … Dictionary of Greek
καθεψής — καθεψής, ές (Α) κάθεφθος*, καλοβρασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εψής (< ἕψω «βράζω»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. επίθ.] … Dictionary of Greek
πανθέψης — ὁ, Α είδος μαγειρικού σκεύους, χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ἕψω «βράζω, ψήνω» (πρβλ. αυθ έψης)] … Dictionary of Greek